σφαγιό
Смотреть что такое "σφαγιό" в других словарях:
σφάγιο — το / σφάγιον, ΝΜΑ, και σφαγιό Ν [σφαγή] ζώο ή πρόσωπο που προορίζεται για θυσία στους θεούς νεοελλ. 1. (τροφ. τεχνολ.) σφαγμένο ζώο που έχει αφαιμαχθεί, εκδαρεί και εκσπλαγχνιστεί και το οποίο προορίζεται για κατανάλωση τού ανθρώπου 2. μτφ.… … Dictionary of Greek
σφάγιο — το 1. ζώο που προοριζόταν για θυσία. 2. σφαγμένο ζώο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επίθυμα — ἐπίθυμα, τὸ (Α) 1. το θυσιαζόμενο ζώο, το σφάγιο 2. οτιδήποτε καίγεται κατά την τέλεση μαγείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θύμα «σφάγιο»] … Dictionary of Greek
πρόσφαγμα — άγματος, τὸ, Α [προσφάζω] 1. σφάγιο που θυσιάζεται για χάρη άλλων («αἰτεῑ... Πολυξένην τύμβῳ φίλον πρόσφαγμα λαβεῑν», Ευρ.) 2. αίμα από σφάγιο («καί νιν εὑρήσειν δοκῶ πίνοντα τύμβου πλησίον προσφαγμάτων», Ευρ.) 3. το να θυσιάζει κανείς σε θεό, η… … Dictionary of Greek
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek
ανιέρειος — ἀνιέρειος, ον (Α) αυτός στον οποίο δεν προσφέρονται θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ιερείον «σφάγιο, θυσία»] … Dictionary of Greek
βωμολοχία — η (Α βωμολοχία) [βωμόλόχος] 1. άσεμνο αστείο, αισχρολογία 2. χυδαία βρισιά αρχ. το να παραμονεύει κανείς στον βωμό για να κλέψει ή να ζητιανέψει κρέας από το σφάγιο της θυσίας … Dictionary of Greek
βωμολόχος — α, ο (Α βωμολόχος, ον) αυτός που λέει αισχρά, φτηνά αστεία νεοελλ. όποιος χρησιμοποιεί αδιάντροπη γλώσσα με αισχρολογίες αρχ. 1. εκείνος που παραμονεύει στον βωμό για να ζητιανέψει ή να κλέψει κρέας από το σφάγιο της θυσίας 2. όποιος χρησιμοποιεί … Dictionary of Greek
γραψίμι — το [γράφω] 1. σφάγιο αφιερωμένο σε ναό για να σφαχτεί την ημέρα τής γιορτής 2. αδύνατο ζώο το οποίο πρόκειται να σφαχτεί … Dictionary of Greek
ενέστιος — ἐνέστιος, ον και ἐνίστιος, ον (Α) [εστία] 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία, στο θυσιαστήριο 2. το ουδ. ως ουσ. ἐνέστιον (ενν. θύμα) το σφάγιο, το θύμα … Dictionary of Greek
επίσπεισις — ἐπίσπεισις, ἡ (Α) [επισπένδω] η επίχυση κρασιού πάνω στο σφάγιο τής θυσίας … Dictionary of Greek